κρυβδα

κρυβδα
    κρύβδα
    κρύβδᾰ
    I
    adv. тайком, втайне
    

Ὀρέστου κ. δῶρον Aesch. — тайное подношение Ореста

    II
    в знач. praep. cum gen. тайком от, втайне от, без ведома
    

(Διός Hom.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "κρυβδα" в других словарях:

  • κρύβδα — (Α) επίρρ. βλ. κρύβδην …   Dictionary of Greek

  • κρύβδα — without the knowledge of indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρύβδ' — κρύβδα , κρύβδα without the knowledge of indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρύβδαν — κρύβδᾱν , κρύβδην secretly doric (indeclform adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρύβδην — και κρύβδα και κρυβη και κρυβήν δωρ. τ. κρύβδαν (Α) επίρρ. κρυφά, μυστικά, χωρίς να ξέρει κάποιος («εἰς τὸ τοῡ Απόλλωνος ἱερὸν ἐλθοῡσαι φερόντων ψῆφον κρύβδην», Πλάτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κρύβδην < θ. κρυβ (< θ. κρυπτ τού κρύπτω, που εμφανίζει… …   Dictionary of Greek

  • крыть — крою, скрыть, открыть, укр. крити, крию, блр. крыць, крыю, ст. слав. крыти, крыѭ κρύπτω, ἀποκρύπτω, болг. крия скрываю , сербохорв. кри̏ти, кри̏jе̑м, словен. kriti, krȋjem, чеш. kryti крыть, покрывать , слвц. krуt᾽, польск. kryc, в. луж. kryc, н …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • μίγα — (Α) επίρρ. ανάμικτα, ανακατωμένα, μαζί με («μίγα κωκυτῷ γυναικῶν κρύβδα πέμπτον», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Από θ. μιγ τού μίγνυμι + επιρρμ. κατάλ. α] …   Dictionary of Greek

  • μων — μῶν (Α) επίρρ. α) (χρησιμοποιείται στις περιπτώσεις που αναμένεται αρνητική απάντηση) ώστε όχι, ώστε δεν («μῶν ἄλγος ἴσχεις τῆς παρεστώσης νόσου;», Σοφ.) β) φρ. «μῶν οὐ» και «μῶν μή» (χρησιμοποιείται στις περιπτώσεις που αναμένεται καταφατική… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»